- στεμφυλίτης
- ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῑτις, -ίτιδος, Ανεοελλ.(ενν. οίνος) κρασί που λαμβάνεται από δεύτερη σύνθλιψη τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο δευτερίας οίνοςαρχ.1. αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό2. το αρσ. ως ουσ. αγγείο για κρασί3. φρ. «τρύγες στεμφυλίτιδες» — ο δευτερίας οίνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.